κοντωτος

κοντωτος
    κοντωτός
    3
    снабженный и управляемый багром
    

(πλοῖον Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κοντωτος" в других словарях:

  • κοντωτός — κοντωτός, ή, όν (Α) 1. (για πλοίο) εφοδιασμένος με κοντάρι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοντωτόν (ενν. πλοῑον) πλοίο που κινείται με κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοντώσιν] …   Dictionary of Greek

  • κοντωτά — κοντωτός furnished with a pole neut nom/voc/acc pl κοντωτά̱ , κοντωτός furnished with a pole fem nom/voc/acc dual κοντωτά̱ , κοντωτός furnished with a pole fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοντωτοῖς — κοντωτός furnished with a pole masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοντωτίτης — κοντωτίτης, ὁ (Α) πάπ. ο κάτοχος πλοίου που ωθείται με κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντωτός + κατάλ. ίτης] …   Dictionary of Greek

  • κοντώσιν — και κοντύσιν, τὸ (Μ) κοντό ξύλο και κυρίως το κοντύτερο από τα δύο ξύλα τού σταυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη πρόκειται για ουσιαστικοποιημένο απρμφ. μέλλ. *κοντώσειν ενός αμάρτυρου ρ. *κοντόω / ῶ (< κοντός). Την υπόθεση αυτή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»